- ἑρκίτης
- ἑρκί̱της , ἑρκίτηςfarm-slavemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερκίτης — ἑρκίτης, ὁ (Α) ο δούλος που διέμενε στους αγρούς τού κυρίου του («ἑρκίτας φησὶ καλεῑσθαι τοὺς κατά τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος «φραγμός, περίφραξη». Ο τ. δηλώνει τον δούλο που ζούσε εντός τών περιφραγμένων ορίων τών κτημάτων … Dictionary of Greek
ἑρκῖται — ἑρκίτης farm slave masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρκίτας — ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτης farm slave masc acc pl ἑρκί̱τᾱς , ἑρκίτης farm slave masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… … Dictionary of Greek